κρυοπαγώ

κρυοπαγώ
-έω
(για μέλη τού σώματος) παθαίνω κρυοπαγήματα, νεκρώνομαι από ψύξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύο + -παγώ (< -πάγος < πήγνυμι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κρυοπαγώ — ησα, παθαίνω κρυοπάγημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρυοπάγημα — Το σύνολο των διαταραχών που προκαλούνται σε ιστούς του σώματος ως συνέπεια της τοπικής επίδρασης του ψύχους. Το κ. προσβάλλει συχνότερα τα άκρα, τη μύτη, τα αφτιά, τα χέρια και τα πόδια. Η έκθεση του ανθρώπινου σώματος σε χαμηλές θερμοκρασίες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”